νουθετώ

Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

Greek Monolingual

(ΑΜ νουθετῶ, -έω, Μ και νοθετῶ)
παραινώ, συμβουλεύω κάποιον προκειμένου ιδίως να συνετίσω άτομο που έχει διαπράξει σφάλμα, ορμηνεύω, δασκαλεύω
μσν.
1. ελέγχω ή επιτιμώ κάποιον
2. παροτρύνω, παρακινώ
3. παραγγέλλω
αρχ.
1. προειδοποιώ, υπενθυμίζω
2. μτφ. τιμωρώμήτε ἀμυνόμενος τὸ παράπαν τολμάτω πληγαῑς τὸν τοιοῦτον νουθετεῖν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -θετῶ (< -θετής < τίθημι), κατά το σχήμα νομοθετῶ: νομοθέτης.