υπόδημα
Greek Monolingual
το / ὑπόδημα, ΝΜΑ, και τ. πληθ. ποδήματα και ποδέματα Ν, και ὑπόδημαν Μ ὑποδέω
ειδικό εξωτερικό κάλυμμα για τα πόδια, κατασκευασμένο συνήθως από δέρμα και ενισχυμένο στο κάτω μέρος με χοντρό πέλμα και τακούνι, παπούτσι
νεοελλ.
στον πληθ. τα υποδήματα και ποδήματα
(ειδικά) οι μπότες
αρχ.
1. πέλμα από δέρμα συγκρατούμενο στο πόδι με ιμάντες, σανδάλι («ποσὶν... ὑποδήματα δοῡσα», Ομ. Οδ.)
2. πέταλο
3. φρ. α) «ὑπόδημα κοῖλον» — περίβλημα του ποδιού που φτάνει μέχρι τα σφυρά και καλύπτει ολόκληρο το πόδι (Πολυδ.)
β) «εἰς ὑποδήματα γράφω» — καταχωρίζω ως πληρωμή για υποδήματα (Λυσ.)
4. παροιμ. φρ. «δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα»
(πιθ. για τον Θηραμένη) λεγόταν για άνθρωπο έτοιμο ή πρόθυμο να κάνει τα πάντα (λεξ. Σούδα).