ὠτικός

Revision as of 14:20, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for the " to "of or for the [[")

English (LSJ)

ή, όν, (οὖς) A of or for the ear, ἰατρός Gal.Thras.24; φλεγμοναί Dsc.1.26.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτικός: -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, φάρμακον Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ. {{grml |mltxt=-ή, -ό / ὠτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς, ὠτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος
νεοελλ.
φρ. α) «ωτικό βύσμα»
ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά αποφράσσει
β) «ωτικό γάγγλιο»
ανατ. παρασυμπαθητικό γάγγλιο που βρίσκεται κάτω από το ωοειδές τρήμα του σφηνοειδούς οστού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠτικόν- φάρμακο για την θεραπεία παθήσεως του αφτιού. }}