ἱδρόω
English (LSJ)
[ῐ by nature, cf. A ἀφῐδρωσον Com.Adesp.3 D.], v. sub fin.: fut. -ώσω Il.2.388: aor. ἵδρωσα 4.27, X.Cyr.8.1.38: pf. ἵδρωκα Luc.Merc. Cond.26:—Pass., pf. ἵδρωται Id.Herm.2: (ἶδος):—sweat, perspire, esp. from toil, τὸν δ' ἱδρώοντα Il.18.372; ἵππους λῦσαν . . ἱδρώοντας Od.4.39; of a hunted deer, ἤϊξε . . σπεύδουσ' ἱδρώουσα Il.11.119; ἱδρώσει . . τελαμὼν ἀμφὶ στήθεσφιν it shall reek with sweat, 2.388: c. acc. cogn., ἱδρῶ θ' ὃν ἵδρωσα μόγῳ 4.27; διὰ τί τὸ πρόσωπον μάλιστα ἱδροῦσιν; Arist.Pr.867b34, cf. 866b28.—The contr. forms (really from ἱδρώ-ω) have ω, ῳ for ου, οι (cf. ῥιγόω), fem. part. ἱδρῶσαι Il.11.598; 3pl. ἱδρῶσι Thphr.Sud.36; opt. ἱδρῴη Hp.Aër.8: codd. of X. vary between ἱδροῦντι and ἱδρῶντι, HG4.5.7, Cyr.1.4.28, but ἱδροῦντι An.1.8.1, ἱδροῦσι Arist. Il.cc.; ὡς ἂν ἱδρῶντες, corrupted to ὡσανεὶ δρῶντες, Ph.1.490: pres. ἱδρώω in Luc.Syr.D.10,17; Ep.part. ἱδρώουσα, -οντα (v. supr.), -οντας Ar.Pax1283 (hex.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρόω: ῑ, ἴδε ἐν τέλει: μέλλ. -ώσω, Ἰλ. B. 388. ἀόρ. ἵδρωσα, Ἰλ., Ξεν.: πρκμ., ἵδρωκα, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 26: - Παθ., πρκμ. ἵδρωται, ὁ αὐτ. ἐν Ἑρμοτ. 2: (ἶδος) Ἱδρώνω, Ὅμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.) ἕνεκα κόπου, τὸν δ’ ἱδρώοντα Ἰλ. Σ. 372· ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Θ. 543, Ὀδ. 39, πρβλ. Ἰλ. Β. 390, Λ. 598· ἐπὶ ἐλάφου διωκομένης, ἤϊζε... σπεύδουσ’ ἱδρώοσα Λ. 119· ἱδρώσει τελαμών ἀμφὶ στήθεσι, «ὑγρανθήσεται ὑπὸ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ πολεμοῦντος» (Σχόλ.), B. 388· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱδρῶθ’ ὃν ἵδρωσα μόγῳ Δ. 27: - μεταγεν., ἱδρ. διὰ τί τὸ πρόσωπον... ἱδροῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 2. 17, πρβλ. 2. 2., 2. 31, 32. - Τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὡς τὸ ἀντίθετον αὐτῷ, ῥιγόω, συναιρεῖται ἀνωμάλως εἰς ω καὶ ῳ ἀντὶ ου καὶ οι, θηλ. μετοχ. ἱδρῶσαι, Νηλήϊαι ἵπποι ἱδρῶσαι Ἰλ. Λ. 598 (ἐκτεταμ. ἱδρώουσα αὐτόθι 119)· ἀρσ. ἐκτεταμ. ἱδρώοντα, -οντας· γ΄πληθ. ἱδρῶσι Θεοφρ. Ἀποσπ. 9. 36· ἐκτ. ἱδρῴη Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀλλὰ παρὰ Ξεν. αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἱδροῦντι οὐχὶ ἱδρῶντι, Ἑλλ. 4. 5, 7, Ἀν. 1. 8, 1, Κύρ. 1. 4, 28· καὶ ἱδροῦσι, παρ’ Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - εὕρηται καὶ ἐνεστ. ἱδρώω ἐν Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 10. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἵδρωσα, pf. ἵδρωκα;
1 suer, transpirer ; acc. : ἱδρῶ ἱδρ. IL être couvert de sueur;
2 en parl. de vêtements être mouillé de sueur.
Étymologie: ἱδρώς.
English (Autenrieth)
(ἱδρώς), part. ἱδρώοντα, etc., fem. pl. ἱδρῶσαι, fut. ἱδρώσει, aor. ἵδρωσα: sweat.
Greek Monotonic
ἱδρόω: [ῐ], Επικ. μτχ. ἱδρώων, μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἵδρωσα, παρακ. ἵδρωκα (ἶδος)· ιδρώνω, εφιδρώνω, σε Όμηρ. (ιδίως σε Ομήρ. Ιλ.)· ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας, σε Ομήρ. Οδ.· ἱδρώσει τελαμών, θα βραχεί από τον ιδρώτα του πολεμιστή, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αντ., ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα, στο ίδ.· αυτό το ρήμα, όπως το αντώνυμο ῥιγόω, συναιρείται ανώμαλα σε ωκαι ῳ αντί ου και οι· θηλ. μτχ. ἱδρῶσα, -αι, σε Ομήρ. Ιλ., εκτετ. τύπος ἱδρώουσα, αιτ. αρσ. ἱδρώοντα, -οντας· αλλά σε Ξεν. ἱδροῦντι, όχι ἱδρῶντι.
Russian (Dvoretsky)
ἱδρόω: (ῑ) (Hom. тж. ἱδρῶ ἱ.) покрываться потом, потеть: ἵπποι ἱδρῶσαι Hom. покрытые потом кобылицы; πρὶν ἱδρῶσαι Xen. до появления пота, т. е. прежде, чем станет ощущаться усталость; ἱδρόω τὸ πρόσωπον Arst. у меня потеет лицо; ἱδρῶσαι αἱματώδει περιττώματι Arst. покрываться кровавым потом.
Middle Liddell
ἶδος [This Verb, like its oppos. ῥιγόω, is contracted epic into ω and ωι instead of ου and οι, part. fem. ἱδρῶσα Il., lengthd. ἱδρώουσα, masc. acc. ἱδρώοντα, -οντας; but in Xen. we find ἱδροῦντι, not ἱδρῶντι.]
to sweat, perspire, Hom. (esp. in Il.); ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Od.; ἱδρώσει τελαμών it shall reek with sweat, Il.; c. acc. cogn., ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα Il.