γλωσσαλγία
English (LSJ)
ἡ, A endless talking, wordiness, talkativeness E.Med. 525, Andr.689, Ph.2.165; but γλωτταργία, idleness of the tongue, σιωπὴν καὶ γ. ἡμῖν ἐπιβάλλει Luc.Lex.19.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσαλγία: ἡ, ἀτελεύτητος, ὁμιλία, φλυαρία, Εὐρ. Μηδ. 525, Ἀνδρ. 690· μεταγεν. γλωτταργία Λουκ. Λεξιφ. 19.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
démangeaison de parler, bavardage sans fin.
Étymologie: γλῶσσα, ἀλγέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
locuacidad, charlatanería, prolijidad E.Med.525, Andr.689, Plu.2.510a, Ph.2.165, Ath.22e, Poll.6.119.
Greek Monolingual
η (AM γλωσσαλγία) γλώσσαλγος
η ακατάσχετη φλυαρία
νεοελλ.
πόνος στη γλώσσα.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
γλωσσαλγία: ἡ невоздержность на язык, болтливость Eur., Plut.
Middle Liddell
γλώσσαλγος
endless talking, wordiness, Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλωσσαλγία -ας, ἡ γλῶσσα, ἄλγος geklets, gezwets.