ζώδιο

Revision as of 09:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το (AM ζῴδιον και ζωΐδιον, Μ και ζῳδείον)
κάθε ένα από τα δώδεκα ίσα τμήματα του ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων
νεοελλ.
1. μικρό ζώο, ζωάριο
2. η μοίρα, το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε κακό ζώδιο»)
μσν.
1. στοιχειό, ζούδι
2. μικρή ή μεγάλη εικόνα, ζωγραφισμένη ἡ λαξευμένη (α. «κρητῆρα χάλκεον ζῳδίων ἔξωθεν πλήσαντες», Ηρόδ.
β. «ζῴδια πηχῶν ἐκκαίδεκα», Διόδ.)
αρχ.
έργο αγαλματοποιίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -ίδιον (πρβλ. θυρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον].