κράξιμο

Revision as of 13:54, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το (Μ κράξιμον)
νεοελλ.
1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ.
2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας
3. η απομίμηση της φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς
4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα
5. γελοιοποίηση
μσν.
1. κλήση, πρόσκληση
2. έφεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ- του κράζω (πρβλ. αόρ. -κραξ-α) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξ-ιμο, σκούξ-ιμο)].