μαγάρα

Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ρύπος, ακαθαρσία, λέρα, βρομιά
2. μαγική επήρεια εναντίον κάποιου
3. μτφ. άνθρωπος αχρείος, αισχρός και άτιμος
4. μτφ. πόρνη, αισχρή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαγαρίζω (πρβλ. άχνα < αχνίζω, κάπνα < καπνίζω)].