μισθουργός

Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, A hired workman, Hsch. s.v. λάτρις.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, Lohnarbeiter, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μισθουργός: ὁ, ἐργάτης μισθωτός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάτρις.

Greek Monolingual

μισθουργός, ὁ (Α)
ο εργαζόμενος με μισθό, ο μισθωτής εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός, στιχ-ουργός].