λυσσητήρ

Revision as of 18:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A one that is raging or raving mad, κύων Il.8.299; ἰὸς κυνός AP5.265 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

λυσσητήρ: ῆρος, ὁ, λυσσώδης, μανιώδης, κύων λ. Ἰλ. Θ. 299· ἰὸς κυνὸς Ἀνθ. Π. 5. 266· ποὺς λ. αὐτόθι 6. 94.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
enragé.
Étymologie: λυσσάω.

English (Autenrieth)

ῆρος: one who rages, raging, w. κύων, Il. 8.299†.

Greek Monolingual

λυσσητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑM)
λυσσώδης, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. οικητήρ, πωλητήρ)].

Greek Monotonic

λυσσητήρ: -ῆρος, ὁ, κάποιος που είναι λυσσασμένος, μανιώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λυσσητήρ: ῆρος adj. m
1) бешеный (κύων Hom.);
2) беснующийся (в пляске), неистовствующий (πούς Anth.).

Middle Liddell


one that is raging or raving mad, Il., Anth.