κληματαριά

Revision as of 07:40, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ονομασία που δίνεται σε κλήμα το οποίο καλλιεργείται με τέτοιο τρόπο ώστε το φύλλωμά του να σχηματίζει ένα σκιερό στρώμα πάνω από το έδαφος και να κλαδεύεται έτσι ώστε οι καρποφόροι κλάδοι να απέχουν αρκετά από το έδαφος, αναδενδράδα, κρεβατίνα, περγουλιά
2. συνεκδ. το κατασκεύασμα από δοκούς πάνω στους οποίους απλώνονται τα κλαδιά αναρριχώμενης αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλήμα, -ατος + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδαριά, συκωταριά)].