πινακοθήκη
English (LSJ)
ἡ, A picture-gallery, Str.14.1.14.
German (Pape)
[Seite 616] ἡ, Saal, wo man Gemälde aufbewahrt, Bildersaal, Landkartensammlung, Strab. XIV, 944.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνᾰκοθήκη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, αἴθουσα ἐν ᾗ ὑπάρχει ἐκτεθειμένη συλλογὴ εἰκόνων, Στράβ. 637.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dépôt de tableaux ou de cartes.
Étymologie: πίναξ, τίθημι.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
χώρος, αίθουσα ή κτήριο όπου αναρτούν και εκθέτουν ζωγραφικούς πίνακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + θήκη (< τίθημι) πρβλ. οστεοθήκη.
Greek Monotonic
πῐνᾰκοθήκη: ἡ, πινακοθήκη, έκθεση έργων Τέχνης, σε Στράβ.