μέλασμα

Revision as of 13:09, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ατος, τό, A a black or livid spot, Hp.Fract.11 (pl.), Art.86 (pl.), Liq.4 (sg.). II black hair-dye, Apollod.Com.21, Poll.2.35, Crito ap.Gal.12.447. III μ. γραμμοτόκον the solid ink in a pencil, AP6.63 (Damoch.). IV in plural, spots in the moon, Cleom. 2.1.

German (Pape)

[Seite 121] τό, das Geschwärzte, schwarzer Fleck, ἔχεις μελάσμασι κατεστιγμένοι, Plut. S. N. V. 22 (p. 269); schwarze Farbe, πλήθοντα μελάσματι κυκλομόλιβδον, Damochar. 2 (VI, 63); zum Färben der Haare, Poll. 2, 35; Apolld. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

μέλασμα: τό, μαῦρον ἢ πελιδνὸν σημεῖονστίγμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 760, π. Ἄρθρ. 840· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ΙΙ. μαύρη βαφὴ, Πολυδ. Β΄, 35. ΙΙΙ. μ. γραμμότοκον, μέλαν μολυβδοκόδυλον Ἀνθ. Π. ϛʹ, 63.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tache noire.
Étymologie: μελαίνω.

Greek Monolingual

το (Α μέλασμα) μελαίνω
μαύρη χρωστική ουσία για βαφή τών τριχών
αρχ.
1. μαύρο ή πελιδνό στίγμα ή σημείο, μελανή κηλίδα
2. στον πληθ. τὰ μελάσματα
οι κηλίδες που παρατηρούνται στην επιφάνεια της σελήνης
3. φρ. «μέλασμα γραμμοτόκον» — η στερεά μαύρη ουσία με την οποία γράφει το μολύβι, μαύρο μολυβδοκόνδυλο.

Greek Monotonic

μέλασμα: -ατος, τό (μέλας), οτιδήποτε έχει μαύρο χρώμα, μέλασμα γραμμοτόκον, όργανο γραφής με αιχμή από μαύρο μολύβι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μέλασμα: ατος τό
1) черное пятно: μελάσμασι κατεστιγμένος Plut. в черных пятнах или крапинках;
2) черная краска: μ. γραμμοτόκον Anth. черный грифель.

Middle Liddell

μέλασμα, ατος, τό, μέλας
anything black, μ. γραμματόκον a black lead pencil, Anth.