καταλογή

Revision as of 10:20, 15 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "with gen." to "with genitive")

English (LSJ)

ἡ, (καταλέγω (B) 1.3) A enrolment, enlistment, στρατιωτῶν D.Chr.43.10. II (καταλέγω (B) 1.2b) regard, respect, Plb.22.12.10 codd. (-δοχή Reiske), cf. SIG739.9 (Delph., i B. C.); καταλογῆς (ἕνεκα), honoris causa, with genitive, IG7.413.37 (Oropus); καταλογή σοι εἴη 'saving your reverence', prob. for καταλογισθιείη, Hsch.; εἰς τὴν ἐμὴν κ. on my recommendation, used in letters of introduction, PStrassb.117.5 (i A. D.), POxy.787 (i A. D.), etc.; ὅπως… κ. αὐτῶν γένηται IG14.951.9; condemned by Phryn.403. III (καταλέγω (B) 1.1 b) recitation, opp.music, IG9(2).531.12 (Larissa, i B. C./i A. D.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1361] ἡ, Auswahl, Aushebung der Soldaten, Dio Chrys.; – Rücksicht auf Etwas, Phryn. p. 440; Lesart der codd. für καταδοχή bei Pol. 23, 12, 10.

Greek Monolingual

η (AM καταλογή) καταλέγω
νεοελλ.
παρακαταλογή
μσν.
ιστορία, διήγηση
αρχ.
1. ο σεβασμός προς κάποιον
2. (στο αρχ. θέατρο) απαγγελία τών ασμάτων χωρίς μουσική
3. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) για χάρη κάποιου
4. φρ. «εἰς τὴν καταλογήν τινος» — κατά σύσταση κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

καταλογή:καταλέγω I] почтительный прием, уважение (καταλογὴν ποιεῖσθαι τὴν ἁρμόζουσαν Polyb. - v. l. καταδοχή).