παρακαταλογή
English (LSJ)
ἡ, in Music, recitative, melodramatic delivery, Arist. Pr.918a10, Plu. 2.1141a.
German (Pape)
[Seite 481] ἡ, eine Abweichung von der natürlichen und einfachen Aufeinanderfolge der Töne und des Taktes in recitativartigem Gesange; Arist. probl. 9, 6; Plut. de music. 28.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
changement de ton ou de rythme dans un récitatif.
Étymologie: παρά, καταλέγω.
Russian (Dvoretsky)
παρακαταλογή: ἡ муз. изменение тональности или ритма Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαταλογή: ἡ, ἐν τῇ μουσικῇ, ἀνώμαλον καὶ ἀσύνηθες εἶδος ὠδῆς. Ἀριστ. Προβλ. 19. 6, πρβλ. Πλούτ. 2. 1140 F· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. καταλογὴ (ὅπερ ἴσως διορθωτ. προκαταλ-), «καταλογή· τὸ τὰ ᾄσματα μὴ ὑπὸ μέλει λέγειν».
Greek Monolingual
ἡ, Α
μουσ. παρεκτροπή από την απλή και φυσική αλληλουχία και ακολουθία, η αλλαγή τών τόνων, του ρυθμού, το είδος της μουσικής μεταξύ μέλους και απαγγελίας, αφηγηματικός τρόπος απαγγελίας τραγουδιού («διὰ τί ἡ παρακαταλογή ἐν ταῖς ᾠδαῖς τραγικόν;», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καταλογή (< καταλέγω)].