βουβάλιον

Revision as of 08:30, 20 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

German (Pape)

[Seite 455] τό, 1) cunnus, Hesych.; Mein. conj., für μόριον, κοσμάριον, also = vor. – 2) eine wilde Gurkenart, Hippocr.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): βουβάλιος, ὁ Hp. en Gal.19.89
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 bot. cohombrillo amargo, pepinillo del diablo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., Hp.l.c., Ps.Dsc.4.150, Hsch.
2 gener. plu., un tipo de brazalete o ajorca que lleva una cabeza de antílope, Nicostr.Com.32, βουβάλια καρπῶν Diph.58, ἐρωτίων καὶ βουβαλίων ζεῦγος IG 11(2).161B.118 (Delos III a.C.), cf. Poll.5.99, Lib.Decl.32.30, Hsch., EM 206.16G.
• Etimología: Parece un comp. popular de βου- y βάλλω.

Greek Monolingual

βουβάλιον, το (AM)
1. είδος άγριου αγγουριού
2. πληθ. βουβάλια, τα
είδος βραχιολιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι βουβάλιον < βου- επιτατικό (< βους) + βάλλω, πιθ. από συσχετισμό προς τη βίαιη πτώση του ώριμου καρπού από το δέντρο με το παραμικρό άγγιγμα. Κατ' άλλους, βουβάλιον < βου- επιτ. (< βους) με β' συνθετικό μία λ. που συνδέεται με το βάλανος. Εξάλλου η σημ. «είδος βραχιολιών» προήλθε ίσως από τη μορφή τους που θα παρουσίαζε ομοιότητα με τον καρπό, ενώ άλλοι τα συνδέουν με το βούβαλις «είδος αντιλόπης»].

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: n.
Meaning: bracelet (Com., inscr.).
Other forms: mostly pl. -ια. Cf. βουπάλινα (Delos) und βουπαλίδες περισκελίδες H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown; β/π points to Pre-Greek (not from πάλλω!). For the suffix -ιν- Fur. 145, 373 refers to γοσσύπινον, ἀπόλινον. The word is hardly connected with βούβαλις antilope (with Robert, Noms indigènes 24-30).
2.
Grammatical information: n.
Meaning: wild cucumber, ἄγριος σικυός (Ps. Diosc., Hp. ap. H.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Explained from the pref. βου- (s.v.) and βάλλω, as the ripe fruit falls upon touch with an explosion; André, Études class. 24 (1956) 40-2. But this looks like folketymology; the structure of the word is strange.As a plant, rather Pre-Gr.

Frisk Etymology German

βουβάλιον: {boubálion}
Forms: gew. pl. -ια
Grammar: n.,
Meaning: Art Armbänder (Kom., Inschr.), auch = ἄγριος σικυός (Hp., Ps.-Dsk.).
Etymology : Technisches und familiäres Wort ohne Etymologie (oder etwa von βούβαλις nach dem Stoff?). Nach Fraenkel Glotta 2, 34ff. aus steigerndem βου- und einem mit βάλανος zusammenhängenden Hinterglied (?). Daraus (nach Fraenkel) durch Dissimilation, evtl. durch volksetymologische Anknüpfung an Βούπαλος, βουπάλινα (Delos) und βουπαλίδες· περισκελίδες H.
Page 1,255-256

Translations

ar: قثاء الحمار; arz: قثاء الحمار; azb: ائششک خیاری; az: adi dəlixiyar; be: шалёны агурок; ca: esquitxagossos; cs: tykvice stříkavá; cy: cucumer chwystrellol; de: Spritzgurke; diq: xiyarê luye; el: πικραγγουριά; en: squirting cucumber, exploding cucumber, ecballium; grc: βουβάλιον, ἀγριοσίκυον, ἀγριαγγουρέα, ἀγριαγγούριον, αἷμα ἰκτῖνος; ext: melón bravíu; fa: خرخیار; fi: ruiskukurkku; ga: ecballium; gl: cogombro do demo; he: ירוקת חמור מצויה; hsb: tykwica; hy: կատաղի վարունգ; ja: テッポウウリ; kab: afeqqus n weɣyul; kk: атпақияр; nap: cucuzzigl; nl: springkomkommer; no: eselagurk; pl: tryskawiec sprężysty; ru: бешеный огурец; sv: sprutgurka; tr: eşek hıyarı; uk: скажений огірок; zh: 喷瓜