σωμάτιον
English (LSJ)
τό, Dim. of σῶμα,
A small body, poor body, Isoc.Ep.4.11, Epicur.Fr.181, Gnathaena ap.Ath.13.584b, etc.; ἀσθένεια τοῦ σ. PHerc.1041.1; of a sick man's body, PCair.Zen.254 (iii B.C.), Gal.13.1025, cf. Agathin. ap. Orib.10.7.4; of an animal, Arist.Fr.339; of an infant, Sor.1.117.
2 corpse, Plu.2.119b, Pap.inStud.Ital.12(1935).99 (ii A.D.), PLips.30.13 (iii A.D.), Hdn.2.1.1.
3 slave, PSI6.602.2 (iii B.C.), PCair.Zen.93.11 (iii B.C.), PUniv.Giss.20.14 (ii A.D.), etc.
II of things,
1 small body, corpuscle, Arist.de An.409a11, HA525a2.
2 pl., padding, used by actors to improve their figure, Pl. Com.256, Luc.JTr.41, Poll.2.235,4.115.
3 book, volume, Heraclit.All.1, Porph.Plot.26; structure of a poem, Longin.9.13.
4 text, opp. signature, PGen.11.18,68.18 (iv A.D.).
5 instalment of a sum due, PEleph.14.21 (iii B.C.). σωμάτειον is frequently v.l., cf. CIG2829.9, 2835.5 (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 1060] τό, dim. von σῶμα, 1) kleiner Leib, Körperchen, auch geringschätzig, der elende, arme Leib; Isocr. ep. 4, 11; Plut. – 2) ein Buch, Band, Heraclid. alleg. 1 u. Schol. Il. 1, 1. – 3) eine Gesammtheit, Collegium, Sp. – 4) die Kleidung des Schauspielers, Poll. 4, 115. Vgl. Luc. Iov. Trag. 41.
Greek (Liddell-Scott)
σωμάτιον: [ᾰ], τὸ ὑποκορ. τοῦ σῶμα, μικρὸν ἢ εὐτελὲς σῶμα, «κορμάκι», Ἰσοκρ. 415D, Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584Β, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ζῴου, Ἀθήν. 326C. 2) νεκρὸν σῶμα, εἱλήσαντες στρωμνῇ τινι εὐτελεῖ τὸ σωμάτιον Ἡρῳδιαν. 2. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) μικρὸν σῶμα, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 4, 19, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 23. 2) ἐν τῷ πληθ., παραγέμισμα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ὅπως τροποποιῶσι προσηκόντως τὴν σωματικὴν αὑτῶν παράστασιν, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 68, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 41, Πολυδ. Β΄, 235 Δ΄, 115. 3) βιβλίον, σύγγραμμα, τόμος, Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 1, Λογγῖν. 9. 13. ΙΙΙ. «σωματεῖον», ὁμὰς ἀνθρώπων συνδεδεμένων εἰς ἓν ἠθικὸν πρόσωπον, Πανδέκτ. -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται σωμάτειον, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2829 9., 2835. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petit corps, pauvre corps, corps misérable;
2 garde-robe d’acteur.
Étymologie: σῶμα.
Greek Monotonic
σωμάτιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σῶμα, μικρό ή ευτελές σώμα, κορμάκι, σε Ισοκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωμάτιον -ου, τό [σῶμα] lichaampje, opvulling (gebruikt door toneelspelers). Luc. 21.41.
Russian (Dvoretsky)
σωμάτιον: (ᾰ) τό
1) тельце, бедное (жалкое) тело (τοῦ μεταλλάξαντος Plut.);
2) физ. тельце, молекула, корпускул (μονάδες ἢ σωμάτια μικρά Arst.);
3) театр. турнюр, подкладка Luc.