υπηρετικός

Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπηρετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπηρέτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά»)
2. εξυπηρετικός
νεοελλ.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το υπηρετικό
πλοίο στόλου για βοηθητικές υπηρεσίες, κυρίως για μεταβίβαση εντολών («ἀφικνεῖται ἐκ Μεθώνης τῆς Μακεδονίας ὑπηρετικὸν εἰς Θάσον», Δημοσθ.)
μσν.
1. ο υποτεταγμένος, ο υποκείμενος
2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στη διακονία της Εκκλησίας
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπηρετικόν
η διακονία, η υπηρεσία στον ναό
αρχ.
1. πρόθυμος να κάνει εξυπηρετήσεις
2. ωφέλιμος
3. υποτελής, σε αντιδιαστολή προς τον εξουσιαστικό
4. φρ. «ὑπηρετικὸς κέλης» — μικρό βοηθητικό πλοίο (Ξεν.).
επίρρ...
υπηρετικώς / ὑπηρετικῶς ΝΜ- με την ιδιότητα του υπηρέτη.