ἀνήροτος

Revision as of 18:02, 16 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, unploughed, untilled, γύαι A.Pr.708; without tillage, ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109: neuter plural as adverb, ἀνήροτα = without being cultivated, λειμῶνες ἀνήροτα πορφύρουσι Opp.C.1.462: metaph., γυνὴ ἀνήροτος Luc.Lex.19.

German (Pape)

[Seite 230] ungepflügt, unbestellt, Od. 9, 123 νῆσος ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος; τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται 109, alles wächst ohne daß gepflügt u. gesäet wird; γύαι Aesch. Prom. 710; Opp. Cyn. 1461. Auch γυνή, Luc. Lex. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήροτος: -ον, (ἀρόω) ὁ μὴ ἀροτριαθείς, ἀκαλλιέργητος, Ὀδ. Ι. 109, 123· ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 708, καθότι Ἀττ. τύπος ἀνάροτος δὲν ὑπάρχει: - μεταφ. ἐπὶ γυναικός, ἀλλ’ ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστι Λουκ. Λεξιφ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non labouré.
Étymologie: , ἀρόω.

Spanish (DGE)

-ον
I no cultivado de plantas ἀνήροτα πάντα φύονται Od.9.109, ἰλύς Nonn.D.40.433
no arado γύαι A.Pr.708
neutr. plu. como adv. sin cultivar Opp.C.1.462.
II usos fig.
1 carente de cultura, indocto (ψυχὴ τῶν θηρίων) ἀνήροτος Plu.2.987b.
2 de una mujer virgen Luc.Lex.19.

Greek Monolingual

ἀνήροτος, -ον (Α) αρώ
1. ο μη οργωμένος, ακαλλιέργητος
2. (για γυναίκα) ανύπαντρη.

Greek Monotonic

ἀνήροτος: -ον (ἀρόω), ακαλλιέργητος, ο μη οργωμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήροτος:
1) невспаханный, невозделанный (νῆσος Hom.; γὐαι Aesch.: sc. γῆ Plut.);
2) бесплодный (γυνή Luc.).