δάκρυμα

Revision as of 15:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is wept for, a subject for tears, Orac. ap. Hdt.7.169. II tear, A.Pers.134 (lyr.), E.Andr. 92 (pl.).

German (Pape)

[Seite 519] τό, das Geweinte, die Thräne, Aesch. Pers. 134; Eur. Andr. 92; der Gegenstand der Thränen, Orak. bei Her. 7, 169.

Greek (Liddell-Scott)

δάκρῡμα: τό, δι’ ὅ,τι κλαίει τις, ἀντικείμενον δακρύων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 169. ΙΙ. ὅπερ κλαίων τις χύνει, δάκρυ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 134, Εὐρ. Ἀνδρ. 92, κατὰ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 larmes, pleurs;
2 sujet de larmes.
Étymologie: δακρύω.

Spanish (DGE)

(δάκρῡμα) -ματος, τό
1 lágrima λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι los lechos se llenan de lágrimas por la nostalgia de los varones A.Pers.134, ἐγκείμεσθ' ἀεὶ θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασιν E.Andr.92.
2 motivo de llanto, desgracia ὅσα ὑμῖν ἐκ τῶν Μενέλεω τιμωρημάτων Μίνως ἔπεμψε μηνίων δακρύματα cuantas desgracias os envió Minos al encolerizarse por las ayudas a Menelao Orác. en Hdt.7.169.

Greek Monolingual

το (Α δάκρυμα) δακρύω
νεοελλ.
1. το δακρυλόγημα («του πεύκου τα δακρύματα»)
2. η δακρύρροια, παθολογική κατάσταση τών ματιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή δακρύων
αρχ.
1. αυτό για το οποίο κλαίει κάποιος
2. το δάκρυ.

Greek Monotonic

δάκρῡμα: -ατος, τό (δακρύω), αυτό για το οποίο προκαλείται το κλάμα, λόγος, αιτία δακρύων, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
II. αυτό το οποίο εκχύνεται, δάκρυ, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάκρυμα -ατος, τό [δακρύω] traan:; λέκτρα... πίμπλαται δακρύμασιν bedden worden gevuld met tranen Aeschl. Pers. 134; uitbr.: ὅσα... Μίνως ἔπεμψε... δακρύματα hoeveel redenen tot huilen Minos heeft gezonden Hdt. 7.169.2.

Russian (Dvoretsky)

δάκρῡμα: ατος τό тж. pl.
1) слезы, плач Aesch., Eur.;
2) горе, скорбь (δακρύματά τινι πέμψαι Her.).

Middle Liddell

δακρύω
I. that which is wept for, a subject for tears, Orac. ap. Hdt.
II. that which is wept, a tear, Aesch., Eur.