μνημόνευμα

Revision as of 16:28, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ατος, τό, A memory sign, mnemonic token, Arist.Mem.450b27,451a2. 2 thing remembered or to be remembered, Plu.2.786e, Luc. Salt.44. 3 remembrance or record of the past, τὰ Σωκρατικὰ μ. Phld.Vit.p.41 J.; memorial, τῆς πρόσθε θοίνης Moschio Trag.6.33; reminder, means of remembering, τόπου Men.Pk.366.

German (Pape)

[Seite 194] τό, Erinnerung an Etwas; Arist. rhet. 1, 3; Luc. salt. 44 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μνημόνευμα: τό, ἐνέργεια τῆς μνήμης, τὸ μνημονευόμενον, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 16, Πλούτ. 2. 786Ε. 2) ἀνάμνησιςμνεία τοῦ παρελθόντος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 13, Λουκιαν. περὶ Ὀρχ. 44.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce dont on garde le souvenir, ce à quoi l’on songe.
Étymologie: μνημονεύω.

Greek Monolingual

και μνημόνεμα, το (ΑΜ μνημόνευμα) μνημονεύω
πράγμα ή γεγονός το οποίο πρέπει να θυμάται κανείς, αξιομνημόνευτη πράξη
νεοελλ.
1. ανάμνηση, ενθύμηση
2. ιερατική ευχή υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως νεκρών
μσν.-αρχ.
καθετί για το οποίο γίνεται μνεία
αρχ.
1. ανάμνηση, υπόμνηση του παρελθόντος
2. μνημείο, ενθύμιο
3. μέσο με το οποίο θυμάται κανείς κάτι.

Greek Monotonic

μνημόνευμα: -ατος, τό, καταγραφή του παρελθόντος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μνημόνευμα: ατος τό
1) образ воспоминания, воспоминание (εἰκὼν καὶ μ. Arst.);
2) сила воспоминания, память Arst., Luc.

Middle Liddell

μνημόνευμα, ατος, τό,
a record of the past, Arist. [from μνημονεύω