μνημόνευμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A memory sign, mnemonic token, Arist.Mem.450b27,451a2.
2 thing remembered or thing to be remembered, Plu.2.786e, Luc. Salt.44.
3 remembrance or record of the past, τὰ Σωκρατικὰ μ. Phld.Vit.p.41 J.; memorial, τῆς πρόσθε θοίνης Moschio Trag.6.33; reminder, means of remembering, τόπου Men.Pk.366.
German (Pape)
[Seite 194] τό, Erinnerung an Etwas; Arist. rhet. 1, 3; Luc. salt. 44 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce dont on garde le souvenir, ce à quoi l'on songe.
Étymologie: μνημονεύω.
Russian (Dvoretsky)
μνημόνευμα: ατος τό
1 образ воспоминания, воспоминание (εἰκὼν καὶ μ. Arst.);
2 сила воспоминания, память Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μνημόνευμα: τό, ἐνέργεια τῆς μνήμης, τὸ μνημονευόμενον, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 16, Πλούτ. 2. 786Ε. 2) ἀνάμνησις ἢ μνεία τοῦ παρελθόντος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 13, Λουκιαν. περὶ Ὀρχ. 44.
Greek Monolingual
και μνημόνεμα, το (ΑΜ μνημόνευμα) μνημονεύω
πράγμα ή γεγονός το οποίο πρέπει να θυμάται κανείς, αξιομνημόνευτη πράξη
νεοελλ.
1. ανάμνηση, ενθύμηση
2. ιερατική ευχή υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως νεκρών
μσν.-αρχ.
καθετί για το οποίο γίνεται μνεία
αρχ.
1. ανάμνηση, υπόμνηση του παρελθόντος
2. μνημείο, ενθύμιο
3. μέσο με το οποίο θυμάται κανείς κάτι.
Greek Monotonic
μνημόνευμα: -ατος, τό, καταγραφή του παρελθόντος, σε Αριστ.
Middle Liddell
μνημόνευμα, ατος, τό,
a record of the past, Arist. [from μνημονεύω
Translations
remembrance
Arabic: ذِكْرَى; Bulgarian: възпоминание; Catalan: recordatori, memòria; Dutch: herinneren; Finnish: muisto, muistaminen; Ancient Greek: μνάμα, μνᾶμα, μναμεῖον, μναμοσύνα, μναμόσυνον, μνᾶστις, μνεία, μνῆμα, μνημεῖον, μνήμη, μνημήϊον, μνημόνευμα, μνημόνευσις, μνημοσύνη, μνημόσυνον, μνῆστις, ὑπομνεία, ὑπόμνημα; Japanese: 思い出, 回想; Latin: memoria, recordatio, recordatus; Maltese: tifkira; Quechua: yarpay; Romanian: reamintire; Russian: припоминание, память; Scottish Gaelic: cuimhneachadh; Spanish: recuerdo, memoria