ἀνεμόεις

Revision as of 19:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

[ᾱ], A v. ἠνεμόεις.

German (Pape)

[Seite 222] εσσα, εν, vgl. ἠνεμόεις, lustig, Aesch. Ch. 584; αὔρα Soph. Trach. 949 [hier u. bei Pind. Ol. 1, 92, ἱστίον, u. 4, 8, ἶπος ἀνεμόεσσα Τυφῶνος, ist α lang, als dor. Form für ἠνεμόεις; übertr., φρόνημα, der windschnelle Gedanke, Soph. Ant. 352, ch., nach Anderen minder gut = erhabene Weisheit; ὄχθος, den Winden ausgesetzt, Eur. Heracl. 779.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόεις: Δωρ. ἀντὶ ἠνεμόεις.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 battu des vents;
2 qui souffle avec force;
3 léger ou rapide comme le vent ; fig. ἀνεμόεν νόημα SOPH pensées agiles, sel. d’autres pensées sublimes.
Étymologie: ἄνεμος.

English (Slater)

ᾱνεμόεις
   1 windy Αἴτναν ἶπον ἀνεμόεσσαν Τυφῶνος ὀβρίμου (O. 4.7) ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν (pr., i. e. to the wind ) (P. 1.92)

Spanish (DGE)

v. ἠνεμόεις.

Greek Monolingual

ἀνεμόεις, -εσσα, -εν (δωρ. τ. αντί ἠνεμόεις) (Α)
1. προσβαλλόμενος από τον άνεμο, ανεμοδαρμένος
2. γρήγορος σαν τον άνεμο
3. ψηλός, υψιπετής («ἀνεμόεν φρόνημα»).

Greek Monotonic

ἀνεμόεις: Δωρ. αντί ἠνεμόεις.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμόεις: эп. ἠνεμόεις, όεσσα, όεν (ᾰν, дор. ᾱν)
1) обвеваемый ветрами (Ἴλιος, ἄκρις Hom.; ὄχθος Eur.);
2) колеблемый ветром (ἐρινεός Hom.);
3) надутый ветром (ἱστίον Pind.);
4) быстрый как ветер (αὔρα, φρόνημα Soph.; πτανά Aesch.).