ζώφυτος

Revision as of 11:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, (φύω) A giving life to plants, fertilizing, αἷμα A.Supp.857; γῆ Plu. Rom.20. II Pass., spring from the earth, τὰ ζ. plants, Diusap. Stob.4.21.16.

German (Pape)

[Seite 1145] Leben ernährend, belebend, αἷμα Aesch. Suppl. 837; Pflanzen hervorbringend, fruchtbar, γῆ Plut. Rom. 20. – Auch = ζωόφυτον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζώφῠτος: -ον, (φύω) παρέχων ζωὴν εἰς τὰ φυτά, ζωογόνος δι’ αὐτά, γόνιμος, αἷμα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 857· γῆ Πλούτ. Ρωμ. 20· τὰ ζώφυτα, φυτά, Δῖος παρὰ Στοβ. 408, ἐν τέλ. Πρβλ. ζωόφυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait vivre, vivifiant;
2 qui produit des êtres vivants, fertile, fécond.
Étymologie: ζωός, φύω.

Greek Monotonic

ζώφῠτος: -ον (φύω), αυτός που δίνει ζωή στα φυτά, γόνιμος, εύφορος, παραγωγικός, ζωογόνος, σε Αισχύλ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ζώφῠτος: дающий жизнь, животворящий (αἷμα Aesch.; γῇ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζώφυτος -ον [ζωός, φύω] levenwekkend, vruchtbaar.

Middle Liddell

ζώ-φῠτος, ον [φύω]
giving life to plants, fertilising, generative, Aesch., Plut.