εὐφεγγής

Revision as of 11:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ές, bright, brilliant, ἡμέρα… εὐ. ἰδεῖν A. Pers. 387, cf. B. 18.26; Ἄρκτος ARh. 3.1195; σελάνα B. 8.29, cf. Plu. 2.161e; πεύκη, of a torch, AP 7.407.5 (Diosc.); τὸ εὐ. Luc. Hipp. 8.
shiny, τοῖχοι Suid. s.v. δύο τοίχους.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφεγγής: -ές, φέγγων καλῶς, λαμπρός, φωτεινός, ἡμέρα.. εὐφ. ἰδεῖν Αἰσχ. Πέρσ. 387· ἀστέρες Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄. 1195· σελήνη Πλούτ. 2. 161 Ε· τὸ εὐφ. Λουκ. Ἱππίας 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.
Étymologie: εὖ, φέγγος.

Greek Monotonic

εὐφεγγής: -ές (φέγγος), φωτεινός, λαμπρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφεγγής: ярко сияющий, лучезарный (ἡμέρα Aesch.; σελήνη Plut.).

Middle Liddell

εὐ-φεγγής, ές φέγγος
bright, brilliant, Aesch.

English (Woodhouse)

bright