τεκνοποιέω

Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

in Act., of the woman, A bear children, in Med., of the man, beget them, cf. X.Mem.2.2.4 and 5; μὴ τεκνοποιεῖσθαι ἐξ ἔλλης γυναικός PEleph.1.9 (iv B.C.) (but D.S. reverses this usage, cf. 1.73, 4.29); Med., of both parents, breed children, X.Mem.4.4.22 sq., Arist.HA585b10; in Med., also, have children begotten for one, X.Lac.1.7, LXX Ge.16.2, 30.3, POxy.465.154 (ii A.D.). II Med., of birds, Arist.HA597a11. III Med., adopt a child, UPZ4.5 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1083] Kinder machen, gebären, med. erzeugen, Xen. Lac. 1, 7 Mem. 2, 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοποιέω: ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς γυναικός, τίκτω, γεννῶ τέκνα· ἐν τῷ μέσῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4 καὶ 5· (ἀλλ’ ὁ Διόδ. ἀνατρέπει τὴν χρῆσιν ταύτην, πρβλ. 1. 73., 4. 29)· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καὶ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, παράγω τέκνα, «κάμνω παιδιά», Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 22 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 1· ― ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, κάμνω νὰ γεννηθῶσι τέκνα δι’ ἐμέ, Ξεν. Λακ. 1, 7. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enfanter;
Moy. τεκνοποιέομαι, τεκνοποιοῦμαι engendrer, procréer.
Étymologie: τεκνοποιός.

Greek Monotonic

τεκνοποιέω: μέλ. τεκνοποιήσω, (τεκνοποιός), στην Ενεργ., λέγεται για γυναίκα, γεννώ παιδιά· στη Μέσ., λέγεται για άνδρα, παράγω παιδιά, σε Ξεν.· στη Μέσ. και για τους δυο γονείς, αναπαράγομαι, κάνω παιδιά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τεκνοποιέω: чаще med. рождать детей Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

τεκνοποιέω, fut. -ήσω τεκνοποιός
in Act., of the woman, to bear children, in Mid., of the man, to beget them, Xen.: in Mid. of both parents, to breed children, Xen.