ὑψηχής

Revision as of 14:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ές, (ἦχος) A making a loud or ringing sound, ὑψηχέες ἵπποι, because of their loud neighing, or their 'high-resounding pace' (cf. ἐρίγδουπος), Il.5.772 (v.l. ὑψαύχενες ap.Longin.), 23.27; τὸ ὑψηχὲς τῶν λόγων = the resonance of his words Philostr. VS1.25.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηχής: -ές, γεν. έος, (ἦχος) ὁ ἠχῶν εἰς τὰ ὕψη, ὁ ὑψηλὰ χρεμετίζων μὲ ἀνατεταμένην πρὸς τὰ ἄνω τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν ἵππων τῆς Ἥρας, ἵπποι ὑψηχέες, ὡς ἐκ τοῦ ἠχηροῦ αὐτῶν χρεμετισμοῦ ἢ ἐκ τοῦ ἀντηχοῦντος καλπασμοῦ (πρβλ. ἐρίγδουπος), Ἰλ. Ε. 772., Ψ. 27 (ἀλλ’ ὑπάρχει διάφ. γραφ. ὑψαύχενες, «ὧν ὁ ἦχος εἰς ὕψος ἀνέρχεται» (Σχόλ.), τὸ ὑψηχὲς τῶν λόγων Φιλόστρ. 539.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui résonne haut ou fort, sonore, retentissant.
Étymologie: ὕψι, ἦχος.

English (Autenrieth)

ές (ἦχος): high-neighing, with head raised on high, Il. 5.772 and Il. 23.27.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. (για τα άλογα της Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές
μτφ. η ιδιότητα του υψηλόφωνου, του μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. πολυ-ηχής].

Greek Monotonic

ὑψηχής: -ές, (ἦχος), γεν. -έος, αυτός που ηχεί, ακούγεται στα ύψη, ἵπποι ὑψηχέες, που χρεμετίζουν, χλιμιντρίζουν δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψηχής: издающий громкий топот или громкое ржание (ἵπποι θεῶν Hom.).

Middle Liddell

ὑψ-ηχής, ές ἦχος
high-sounding, ἵπποι ὑψηχέες loud-neighing, Il.