ἐπισφίγγω

Revision as of 16:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

A bind tight, tighten, κημούς Ph.1.698; νάρθηκας (splints) Gal.18(2).398; πέδιλα ἐ. τοὺς πόδας Luc.Am.41; ἐ. τινὰ πήχεσι in the arms, AP5.242 (Maced.); ἐ. τοὺς ἀναγωγέας tie the shoe-strings tight, Ath.12.543f; μοσχεύματα Gp.10.12.3: metaph., shut up tightly, (θησαυροὺς) κακῶν Ph.1.108; ἐ. τὴν ἀμφισβήτησιν complicate it, opp. λύειν, S.E.M.2.96; also ἐ. τὴν νήτην screw it tighter, tune the instrument, Ael.VH9.36 : metaph., 'screw up', intensify, ὀδύνας (ὠδίνας cod.) Ph.1.680.

German (Pape)

[Seite 988] daran-, daraufbinden, anschnüren, Ath. XII, 543 f; πήχεσί τινα, fest umschlingen, Macedon. 4 (V, 243); πέδιλα ἐπισφίγγοντα τοὺς πόδας, zusammenpressen, Luc. am. 41; ἀμφισβήτησιν, Ggstz λύειν, Sest. Emp. adv. rhet. 96; – τὴν νήτην, die Saite straffer anziehen, stärker anschlagen, Ael. V. H. 9, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφίγγω: σφίγγω, πέδιλα… τοὺς πόδας ἐπισφίγγοντα Λουκ. Ἔρωτ. 41· κόρην... εἶχον ἐπισφίγξας πήχεσιν ἡμετέροις, εἶχον τὴν κόρην σφιγκτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἀνθ. Π. 5. 243· χρυσοῖς τε ἀνασπαστοῖς ἐπέσφιγγε τῶν βλαυτῶν τοὺς ἀναγωγέας, τῶν σανδαλίων τοὺς ἱμάντας, Ἀθήν. 543F· ἐπ. τὴν ἀμφισβήτησιν, περιπλέκειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λύειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 96· τὴν νήτην ἐπίσφιγξον σφίγξον ἔτι μᾶλλον τὴν χορδήν, ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 36.

French (Bailly abrégé)

serrer, presser.
Étymologie: ἐπί, σφίγγω.

Greek Monolingual

ἐπισφίγγω (AM)
σφίγγω δυνατά, δένω, κρατώ σφιχτά
μσν.
μέσ. ἐπισφίγγομαι
διπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι
αρχ.
1. σφιχταγκαλιάζω
2. τεντώνω πιο πολύ, επιτείνω το σφίξιμο («τήν νήτην ἐπίσφιγξον», Αιλ.)
3. μτφ. μπερδεύω, περιπλέκω.

Greek Monotonic

ἐπισφίγγω: μέλ. -ξω, δένω, προσδένω, φασκιώνω, αγκαλιάζω, σφίγγω σφιχτά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισφίγγω:
1) жать, сжимать (τοὺς πόδας Luc.);
2) сжимать (в объятиях), обнимать (τινὰ πήχεσι Anth.);
3) связывать (τινὰ ζώναις Luc.);
4) обострять, запутывать (τὴν ἀμφισβήτησιν Sext.).

Middle Liddell

fut. ξω
to bind, clasp tight, Anth.