ἐπισφίγγω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
bind tight, tighten, κημούς Ph.1.698; νάρθηκας (splints) Gal.18(2).398; πέδιλα ἐ. τοὺς πόδας Luc.Am.41; ἐπισφίγγω τινὰ πήχεσι in the arms, AP5.242 (Maced.); ἐπισφίγγω τοὺς ἀναγωγέας tie the shoestrings tight, Ath.12.543f; μοσχεύματα Gp.10.12.3: metaph., shut up tightly, (θησαυροὺς) κακῶν Ph.1.108; ἐπισφίγγω τὴν ἀμφισβήτησιν complicate it, opp. λύειν, S.E.M.2.96; also ἐπισφίγγω τὴν νήτην screw it tighter, tune the instrument, Ael.VH9.36: metaph., 'screw up', intensify, ὀδύνας (ὠδίνας cod.) Ph.1.680.
German (Pape)
[Seite 988] daran-, daraufbinden, anschnüren, Ath. XII, 543 f; πήχεσί τινα, fest umschlingen, Macedon. 4 (V, 243); πέδιλα ἐπισφίγγοντα τοὺς πόδας, zusammenpressen, Luc. am. 41; ἀμφισβήτησιν, Gegensatz λύειν, Sest. Emp. adv. rhet. 96; – τὴν νήτην, die Saite straffer anziehen, stärker anschlagen, Ael. V. H. 9, 36.
French (Bailly abrégé)
serrer, presser.
Étymologie: ἐπί, σφίγγω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισφίγγω:
1 жать, сжимать (τοὺς πόδας Luc.);
2 сжимать (в объятиях), обнимать (τινὰ πήχεσι Anth.);
3 связывать (τινὰ ζώναις Luc.);
4 обострять, запутывать (τὴν ἀμφισβήτησιν Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισφίγγω: σφίγγω, πέδιλα… τοὺς πόδας ἐπισφίγγοντα Λουκ. Ἔρωτ. 41· κόρην... εἶχον ἐπισφίγξας πήχεσιν ἡμετέροις, εἶχον τὴν κόρην σφιγκτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Ἀνθ. Π. 5. 243· χρυσοῖς τε ἀνασπαστοῖς ἐπέσφιγγε τῶν βλαυτῶν τοὺς ἀναγωγέας, τῶν σανδαλίων τοὺς ἱμάντας, Ἀθήν. 543F· ἐπ. τὴν ἀμφισβήτησιν, περιπλέκειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λύειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 96· τὴν νήτην ἐπίσφιγξον σφίγξον ἔτι μᾶλλον τὴν χορδήν, ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 36.
Greek Monolingual
ἐπισφίγγω (AM)
σφίγγω δυνατά, δένω, κρατώ σφιχτά
μσν.
μέσ. ἐπισφίγγομαι
διπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι
αρχ.
1. σφιχταγκαλιάζω
2. τεντώνω πιο πολύ, επιτείνω το σφίξιμο («τήν νήτην ἐπίσφιγξον», Αιλ.)
3. μτφ. μπερδεύω, περιπλέκω.
Greek Monotonic
ἐπισφίγγω: μέλ. -ξω, δένω, προσδένω, φασκιώνω, αγκαλιάζω, σφίγγω σφιχτά, σε Ανθ.