ἐπικαταίρω

Revision as of 08:20, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

intr., A swoop down upon, νεκροῖς ὥσπερ ὄρνιν Plu.Pomp.31.

German (Pape)

[Seite 946] darüber herfallen, νεκροῖς ὥςπερ ὄρνιν ἐπικαταίρειν Plut. Pomp. 31 E.

French (Bailly abrégé)

s'abattre sur.
Étymologie: ἐπί, καταίρω.

Greek Monolingual

ἐπικαταίρω (Α)
επιτίθεμαι από ψηλά εναντίον κάποιου, όπως τα σαρκοβόρα όρνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ-αίρω «εφορμώ»].

Greek Monotonic

ἐπικαταίρω: αμτβ., ορμώ, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταίρω: досл. опускаться, перен. набрасываться (νεκροῖς ὥσπερ ὄρνις Plut.).

Middle Liddell


intr. to sink down upon, τινί Plut.