ἄγρευμα

Revision as of 15:36, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

τό, in plural, A = τὰ ἐπὶ τῆς ἀγροικίας κτήματα, Sol. ap. AB 340. II that which is taken in hunting, prey, E.Ba.1241: metaph., X.Mem.3.11.7; ἄ. ἀνθέων E.Fr.754. 2 means of catching, ἄ. θηρός A.Ch.998; ἐντὸς . . μορσίμων ἀ., of the net thrown over Agamemnon, Id.Ag.1048, cf.Eu.460.

German (Pape)

[Seite 22] τό, 1) Jagdbeute, Fang, Eur. Bacch. 1239 u. Sp. D. In Prosa übertr. φίλοι, τὸ πλείστου ἄξιον ἄγρευμα Xen. Mem. 3, 11, 7. – 2) Fangnetz, μόρσιμα Aesch. Ag. 1018; θηρός Ch. 992 u. Spt. 589; ποικίλα Eum. 438.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρευμα: τό, (ἀγρεύω), τὸ συλληφθὲν ἐν θήρᾳ, θήραμα, λεία, λάφυρον, Εὐρ. Βάκχ. 1241: - μεταφ., Ξεν. Ἀπομ. 3. 11. 7· ἄγρ. ἀνθέων, Εὐρ. Ἀπ. 754· πρβλ. ἄγρα ΙΙ. ΙΙ. μέσον θηρευτικόν, ἄγρ. θηρός, Αἰσχύλ. Χο 998· ἐντός ... μορσίμων ἀγρ., περὶ τοῦ δικτύου τοῦ ῥιφθέντος ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1048, πρβλ. Εὐμ. 460.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 gibier, butin;
2 piège, filets.
Étymologie: ἀγρεύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1trampa, red de caza, de la «red» usada en el asesinato de Agamenón ποικίλοις ἀγρεύμασι κρύψασ' A.Eu.460, ἄ. θηρός A.Ch.998, cf. A.1048
red, trampa, cepo ταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματος participando con justicia de una misma trampa (es decir, del castigo divino sobre justos e injustos) A.Th.607, τύχης ἀγρεύμασιν por trampa, sorpresa de la fortuna op. γνώμης βουλεύμασιν Gorg.B 11.19.
2 caza, presa γαυρούμενος δὲ τοῖς ἐμοῖς ἀγρεύμασιν E.Ba.1241, fig. ἀνθέων ἄ. E.Fr.754, τὸ πλείστου ἄξιον ἄγρευμα, φίλους la caza más preciada, los amigos X.Mem.3.11.7, Ael.NA 7.12.
II plu. cotos, fincas ἀγρεύματα· τὰ ἐπὶ τῆς ἀγροικίας κτήματα Sol.Lg.130.

Greek Monotonic

ἄγρευμα: -ατος, τό (ἀγρεύω),
I. αυτό που συλλαμβάνεται στο κυνήγι, θήραμα, κυνήγι, λεία, σε Ευρ.
II. τρόπος κυνηγιού, μέσο θήρευσης, σε Αισχύλ.· λέγεται για το δίχτυ που ρίχθηκε στον Αγαμέμνονα, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀγρεύω
I. that which is taken in hunting, booty, prey, spoil, Eur.
II. a means of catching, Aesch.; of the net thrown over Agamemnon, Aesch.

English (Woodhouse)

booty, prey, quarry, animals for hunting, for hunting, thing caught