βριήπυος

Revision as of 11:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ον, (ἀπύω) A loud-shouting, of Ares, Il.13.521.

German (Pape)

[Seite 464] heftig schreiend, Ares, Il. 13, 521, ἅπαξ εἰρημέν.

Greek (Liddell-Scott)

βριήπῠος: ον (ἀπύω) ὁ μεγάλως, ἰσχυρῶς φωνάζων, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Ν. 521.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui crie d'une voix forte (Arès).
Étymologie: βρι-, ἠπύω.

English (Autenrieth)

(ἠπύω): loud-shouting, Il. 13.521†.

Spanish (DGE)

-ον
que grita con voz fuerte, que da fuertes gritos epít. de Ares Il.13.521, Hes.Fr.10a.69, Corn.ND 21, Hsch., de Dioniso Anecd.Ludw.11.7, ref. a Ἀβραάμ Ph.Epic.SHell.681.5, a Príapo, Sch.Theoc.1.21/22a.

Greek Monolingual

βριήπυος, -ον (Α)
αυτός που φωνάζει με βροντώδη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρι- (πρβλ. βρίθω) + ηπύω «φωνάζω»].

Greek Monotonic

βρῐήπῠος: -ον (ἀπύω), αυτός που φωνάζει δυνατά, λέγεται για τον Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βρῐήπυος: громогласный, рыкающий (Ἄρης Hom.).

Middle Liddell

ἀπύω
loud-shouting, of Ares, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βριήπυος -ον [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’, ἠπύω hard schreeuwend.