περίπυστος

Revision as of 14:54, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, widely known, celebrated, A.R.4.213, Parth.25.3, App.BC2.88, Coluth.75, AP7.42, etc.

German (Pape)

[Seite 590] ringsum kund, bekannt, weit berühmt, Col. 75 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

περίπυστος: -ον, περιβόητος, περίφημος, «ἐξακουστός», Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 213, Κόλουθ. 75, Ἀνθ. Π. 7. 42, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
connu alentour, célèbre.
Étymologie: περί, πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)].

Russian (Dvoretsky)

περίπυστος: широко известный, знаменитый Anth.

Middle Liddell

περί-πυστος, ον,
known all round about, Anth.