ψευσίστυξ

Revision as of 20:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, hating falsehood, epith of Apollo, AP9.525.24.

German (Pape)

[Seite 1396] υγος, die Lüge, den Betrug hassend, Apollo, Hymn. (IX, 525).

Greek (Liddell-Scott)

ψευσίστυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὸ ψεῦδος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 525.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
qui hait le mensonge.
Étymologie: ψεύδω, στυγέω.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
άτομο που μισεί το ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ- του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην), σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος (βλ. λ. τέρπω) + στύξ «μίσος, αποστροφή» (βλ. λ. στυγῶ)].

Greek Monotonic

ψευσίστυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (στυγέω), αυτός που μισεί το ψέμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ψευσίστυξ: στῠγος adj. ненавидящий ложь (Ἀπόλλων Anth.).

Middle Liddell

ψευσί-στυξ, ῠγος, στυγέω
hating falsehood, Anth.