μακρηγορία

Revision as of 03:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Dor. μακρᾱγ-, ἡ, long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.

Greek Monolingual

η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) μακρηγορώ
μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία.

Greek Monotonic

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μακρηγορία: дор. μακρᾱγορία ἡ пространная речь, многословие Pind.

Middle Liddell


tediousness, Pind. [from μακρήγορος