ἄδεσμος

Revision as of 10:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, unfettered, unbound, ἄδεσμος φυλακή, Lat. libera custodia, 'parole', Th.3.34, D.H.1.83, etc.; βαλλάντια ἄδεσμα = open purses, Plu.2.503c; δεσμὸν ἄδεσμον φυλλάδος, of suppliant's wreath, E. Supp.32; unbandaged, Gal.18(2).505.

German (Pape)

[Seite 33] ungefesselt, φυλακή, freie Hast, Thuc. 3, 34; Dion. H. 1, 83, u. sonst; auch δεσμὸς ἄδ., Eur. Suppl. 43, die keine Fessel ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδεσμος: -ον, ὁ ἄνευ δεσμῶν, ἀδέσμευτος, ἄδ. φυλακή, λατ. libera custodia, ἐπὶ λόγῳ τιμῆς, Θουκ. 3. 34. Διον. Ἁλ. 1. 83, κτλ.· βαλλάντια ἄδ. ἀνοικτὰ βαλ. Πλούτ. 2. 503D· δεσμὸν ἄδ. φυλλάδος, δηλ. οἱ τῆς ἱκετηρίας στέφανοι, οἱ ὁποῖοι ἐκρέμαντο περὶ αὐτήν, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκ. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans lien : ἄδεσμος φυλακή THC captivité (sous bonne garde, mais) sans fers ni prison ; ἄδεσμα βαλλάντια PLUT bourse ouverte.
Étymologie: , δεσμός.

Spanish (DGE)

-ον
1 suelto, no atado ἀ. φυλακή prisión sin cadenas Th.3.34, cf. Fabius Pictor 4b.83.2, D.C.47.23.2, ἐν φρουραῖς ἀδέσμοις D.C.Epit.9.30.9, βαλλάντια ἄ. bolsas sin ataduras Plu.2.503c
fig. δεσμὸν δ' ἄδεσμον τόνδ' ἔχουσα φυλλάδος teniendo esta ligadura del follaje (ref. a las ramas de las suplicantes) que no es ligadura E.Supp.32.
2 no vendado Gal.18(2).505.

Greek Monotonic

ἄδεσμος: -ον, αδέσμευτος, ελεύθερος· ἄδεσμος φυλακή, Λατ. libera custodia, ο δικός μας «λόγος τιμής», σε Θουκ. κ.λπ.· δεσμὸς ἄδεσμος, συναρμογή ασύνδετη, χωρίς δέσιμο, λέγεται για το στεφάνι των ικετών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄδεσμος:
1) не связанный, нескованный: ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ ἔχειν τινά Thuc. держать кого-л. под арестом, но без оков; βαλάντιον ἄδεσμον Plut. незавязанный кошель, перен. неумеренная щедрость;
2) сковывающий: δεσμὸς ἄ. Eur. не сковывающие, т. е. добровольно наложенные на себя оковы.

Middle Liddell


unfettered, unbound, ἄδ. φυλακή, Lat. libera custodia, our "parole," Thuc., etc.; δεσμὸς ἄδεσμος bond that is no bond, of a wreath, Eur.