ὠφέλιμος

Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, rarely η, ον, Pl.Chrm.174d (dub. l.), R.607d:— helping, aiding, useful, serviceable, beneficial, sometimes of persons, as Id.Men.98c, R.461b (Comp.), X.Mem.2.7.9: but more freq. of things, Th.2.46, etc.; τινι to one, E.Ion138 (lyr.), Th.4.44, 7.64, etc.; ἔς τι for a purpose, Id.3.68; πρὸς τὰς πολιτείας Pl.R.607d; ὑπέρ τινος X. Cyr.6.2.34; κρίνειν τι ὠφέλιμον Th.1.22; τὸ ὠφέλιμον as substantive, Pl.R.457d; τὸ ὑμῖν ὠφέλιμον Th.1.76, cf. E. l. c.: Comp. and Sup., ὠφελιμώτερος, ὠφελιμώτατος, Th.1.93, Pl.R.461b, Tht.179a. Adv. ὠφελίμως X.Mem.4.4.1, Pl.Grg.470a, Chrm. 163c: Sup. ὠφελιμώτατα X.Eq.6.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφέλιμος: -ον, σπανίως η, ον, Πλάτ. Χαρμ. 174D, Πολ. 607D· - ὁ φέρων ὄφελος, βοηθητικός, ὠφελείας πρόξενος, ἐπωφελὴς, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐνίοτε ἐπὶ προσώπων, ὡς ἐν Πλάτ. Μένων 98C, Πολ. 461Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 9· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐπὶ πραγμάτων, Θουκ. 2. 46, Πλάτ., κλπ.· εἴς τινα, Εὐρ. Ἴων 138, Θουκ. 4. 44., 7. 64, κλπ.· ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπέρ τινος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 34· κρίνειν τι ὠφ. Θουκ. 1. 22· - τὸ ὠφέλιμον ὡς οὐσιαστ., Πλάτ. Πολ. 457D· τὸ ὑμῖν ὠφ. Θουκ. 1. 76. -Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ώτερος, - ώτατος, Θουκ. 1. 93, Πλάτ. Πολ. 461Α. Θεαίτ. 179Α. - Ἐπίρρ., -μως, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 4, 1, Πλάτ.· ὑπερθ. -ώτατα, Ξεν. Ἱππ. 6. 1.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 secourable;
2 utile, avantageux, profitable ; τὸ ὠφέλιμον, l’utile, l’avantage;
Cp. ὠφελιμώτερος, Sp. ὠφελιμώτατος.
Étymologie: ὠφελέω.

English (Strong)

from a form of ὄφελος; helpful or serviceable, i.e. advantageous: profit(-able).

Greek Monolingual

-η, -ο / ὠφέλιμος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και -ίμη, ΜΑ
1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο- ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το ωφέλιμο βλέπεις σε αυτήν την ενέργεια;» β. «τὰς πόλεις ἐπὶ τὸ ὑμῖν ὠφέλιμον καταστησάμενος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ωφέλιμο βάρος» — το βάρος που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, αφού αφαιρεθεί το απόβαρό του
β) «το τερπνόν μετά του ωφελίμου» — βλ. τερπνός.
επίρρ...
ωφελίμως / ὠφελίμως ΝΜΑ, και ωφέλιμα Ν
κατά τρόπο ωφέλιμο, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ιμος (πρβλ. φρόν-ιμος)].

Greek Monotonic

ὠφέλιμος: -ον και -η, ον, βοηθητικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, επικερδής, πλεονεκτικός, προνομιούχος, λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Θουκ. Πλάτ. κ.λπ.· τινι, σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.· ἔς τι, προς κάτι, για κάποιον σκοπό, σε Θουκ.· πρόςτι, σε Πλάτ.· τὸ ὠφέλιμον, ως ουσ., στον ίδ· επίρρ., -μως, σε Ξεν.· υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠφέλῐμος: и 3 оказывающий помощь, приносящий пользу, полезный (τινι Thuc., Xen., Plat. и εἴς τινα Thuc.): ὠ. εἴς τι Thuc., Xen., πρός τι Plat. и ὑπέρ τινος Xen. полезный для чего-л.

Middle Liddell


helping, useful, serviceable, profitable, advantageous, beneficial, of persons and things, Thuc., Plat., etc.; τινι to on Eur., etc.; ἔς τι for a purpose, Thuc.; πρός τι Plat.; —τὸ ὠφ. as substantive, Plat.:—adv. -μως, Xen.; Sup. -ώτατα, Xen.

Chinese

原文音譯:çfšlimoj 哦費利摩士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:欠債的
字義溯源:有益的,適用的,有利的,益處;源自(ὄφελος)=利益),而 (ὄφελος)出自(ὀφείλω)X*=積聚)
出現次數:總共(4);提前(2);提後(1);多(1)
譯字彙編
1) 益處(2) 提前4:8; 提前4:8;
2) 有益(1) 多3:8;
3) 有益的(1) 提後3:16

English (Woodhouse)

advantageous, beneficial, serviceable, useful