ἐπιζώννυμι

Revision as of 11:00, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

gird on:—Pass., ἐπεζωσμέναι with their clothes girt on so as to leave the breast bare, v.l. for ὑπεζωμέναι in Hdt.2.85; ἐπε ζωσμένοςἐγχειρίδιον girt with . ., Plu.CG15 codd.; ταινίαις τὸν χιτῶνα ἐπιζωσθείς Paus.9.39.8.

German (Pape)

[Seite 941] (s. ζώννυμι), aufgürten; ἐπεζωσμέναι Her. 2, 85, die sich das Gewand unterhalb der Brust festgegürtet haben; μικρὸν ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον, umgürtet mit, Plut. C. Graech. 15.

French (Bailly abrégé)

1 attacher à la ceinture : ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον PLUT ayant un poignard attaché à la ceinture;
2 relever un vêtement et l'attacher à la ceinture, retrousser.
Étymologie: ἐπί, ζώννυμι.

Greek Monolingual

ἐπιζώννυμι (Α)
δένω τη ζώνη ψηλά στη μέση.

Greek Monotonic

ἐπιζώννῡμι: μέλ. -ζώσω, ζώνω επάνω — Παθ., ἐπεζωσμέναι, με τα ρούχα τους ζωσμένα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το στήθος να αφήνεται γυμνό, σε Ηρόδ.· ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον, ζωσμένος με ένα στιλέτο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιζώννῡμι: подпоясывать, препоясывать (ἐπεζωσμέναι καὶ φαίνουσαι τοὺς μαζούς Her.): ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον Plut. подпоясанный кинжалом, т. е. с кинжалом у пояса.

Middle Liddell

fut. -ζώσω
to gird on:—Pass., ἐπεζωσμέναι with their clothes girt on so as to leave the breast bare, Hdt.; ἐπεζωσμένος ἐγχειρίδιον girt with a dagger, Xen.