συνδιάσκεψη

Revision as of 20:00, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η /συνδιάσκεψις, -έψεως, ΝΜ συνδιασκέπτομαι
η πράξη του διασκέπτομαι, σύσκεψη
νεοελλ.
1. το σύνολο τών προσώπων που διασκέπτονται («η συνδιάσκεψη δεν έλαβε καμιά απόφαση»)
2. αντιπροσωπευτικό ή και καθοδηγητικό σώμα ιδίως πολιτικού σχηματισμού («συγκλήθηκε έκτακτη συνδιάσκεψη του κόμματος»)
3. διεθν. δίκ. α) συνέλευση πληρεξουσίων αντιπροσώπων κρατών οι οποίοι συνέρχονται σε ορισμένο τόπο και χρόνο για εξέταση και διευθέτηση ενός ή περισσότερων θεμάτων κοινού ή διεθνούς ενδιαφέροντος
β) η από κοινού διάσκεψη κυβερνητικών αντιπροσώπων για την προπαρασκευή συνθήκης και την υποβολή της για επικύρωση στα αντιπροσωπευόμενα κράτη, αλλ. συνέδριο
4. φρ. «συνδιάσκεψη κορυφής» — διάσκεψη αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων.