δηκτικός

Revision as of 10:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ή, όν, biting, stinging, φαλάγγια Arist.HA622b28; τῶν ἰχθύων οἱ δ. Id.PA662a31; pungent, Diph.Siph. ap. Ath.3.121a (Comp.), Diocl.Fr.138, Ruf.Fr.68.3, Dsc. 1.105; φάρμακον Luc.Nigr.37, etc.: metaph., of anger, Phld.Ir. p.77 W.; -κόν, τό, Ph.1.684; ἀστεῖον καὶ δ. Luc.Demon.50. Adv. -κῶς Sch.Ar.V.937.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de anim. mordiente, que muerde, que pica φαλάγγια Arist.HA 622b28, τῶν ἰχθύων οἱ δηκτικοί Arist.PA 662a31.
2 de cosas que causa picor o escozor, irritante, mordaz ῥεύματα Hp.Mul.1.66, φάρμακον Arist.Pr.865a30, cf. Hp.Steril.230, Dsc.1.105.6, Aret.CA 1.10.13, del humo en los ojos, Arist.Pr.959b10, cf. Diocl.Fr.147, δριμύτητες Diocl.Fr.138, ἰχῶρες Ruf.Fr.68.3
mordisqueante, que penetra suavemente δηκτικόν τε καὶ γλυκὺ φάρμακον Luc.Nigr.37.
3 de sabores picante, fuerte de un pescado, Diph.Siph. en Ath.121a.
II fig. de pers. mordaz Luc.Demon.50
neutr. subst. τὸ δηκτικόν mordacidad Phld.Ir.38.7, Ph.1.684, Plu.2.74d, 81c.
III adv. -ῶς
1 con capacidad de morder τοὺς ὀδόντας δ. κατέχει ὁ κύων Sch.Ar.V.943a.
2 a mordiscos, mordiendo Eust.218.20.

German (Pape)

[Seite 560] beißend, bissig; φαλάγγιον Arist. H. A. 9, 39; scharf, reizend, φάρμακον Luc. Nigr. 37; u. von Speisen öfter Ath.; übertr., kränkend, scharf, τὸ εἰρημένον δ. καὶ ἀστεῖον Luc. Demon. 50. – Adv., Schol. Ar. Vesp. 937, = ὀδάξ.

Greek (Liddell-Scott)

δηκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ δάκνῃ, ἔχων κέντρον, κεντῶν, φαλάγγια Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 1· τῶν ἰχθύων οἱ δ. ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 3. 1, 13· ― ἐρεθιστικός, δριμύς, φάρμακον Λουκ. Νιγρ. 37· καὶ οὕτω μεταφ., ἀστεῖον καὶ δ. ὁ αὐτ. Δημών. 50.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui mord.
Étymologie: δάκνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δηκτικός, -ή, -όν) δήκτης
1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης
2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῖον δὴ κἀκεῖνο αὐτοῦ καὶ δηκτικὸν ἅμα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός
γένος ακρίδων
αρχ.
1. ο οξύς, ο ερεθιστικός, ο δριμύς («δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῑ φαρμάκῳ», Λουκιαν.)
2. το ουδ. ως ουσ. το δηκτικόν
η δηκτικότητα, το να προκαλεί κανείς πόνο ή ερεθισμό.

Greek Monotonic

δηκτικός: -ή, -όν (δάκνω), ικανός να δαγκώνει, αυτός που έχει κεντρί, που κεντρίζει, ερεθιστικός, δριμύς, οξύς, καυστικός, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηκτικός -ή -όν [δάκνω] bijtend, stekend; overdr.: ἀστεῖον... δηκτικόν een stekelige geestigheid Luc. 9.50.

Russian (Dvoretsky)

δηκτικός:
1) кусающий (ἰχθύες Arst.);
2) жалящий (τὰ φαλάγγια Arst.);
3) едкий, острый (φάρμακον Luc.): δηκτικόν τι ἔχειν Plut. иметь острый вкус;
4) едкий, язвительный (τὸ εἰρημένον Luc.).

Middle Liddell

δάκνω
able to bite, biting, stinging, Luc.