ἐνήδονος

Revision as of 15:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, full of joy, delightful, Sch.E. Hec.828; ἐ. ὀφθαλμός 'glad eye', Heph.Astr. .1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1grato, placentero, que procura placer ἡ ἐ. ὑγρασία ref. el baño, Diad.Perf.52, ῥῦσαί με ἀπὸ πάσης ἐνηδόνου τρυφῆς Ephr.Syr.3.501E, ref. pensamientos A.Andr.Gr.49.18, νύκτες Sch.E.Hec.828D.
2 que denota placer o felicidad ὀφθαλμοὶ ἐνήδονοι Heph.Astr.1.1.191.
II adv. -ως placenteramente λαμπρῶς ἐσθίειν καὶ ἐ. Cyran.4.39.5.

German (Pape)

[Seite 840] in Vergnügen, freudevoll, Schol. Eur. Hec. 811 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνήδονος: -ον, (ἡδονὴ) πλήρης ἡδονῆς, «τὰς ἐνηδόνους νύκτας» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 535, κτλ. - Ἐπίρρ. ἐνηδόνως, μεθ’ ἡδονῆς, διάφ. γρ. παρὰ Διοδ. 4. 78, Ἰω. Κλίμ. σ. 238. 12., 453. 35, κτλ.

Greek Monolingual

ἐνήδονος, -ον (AM) ηδονή
μσν.
γοητευτικός, ωραίος
μσν.-αρχ.
1. γεμάτος ηδονή, ηδονικός, αισθησιακός
2. γεμάτος χαρά, χαρούμενος, ευχάριστος.