ζηλήμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ζηλέω) jealous, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Od.5.118; and late Ep., as Call.Dian.30, Opp.C.3.191, Musae.36, 37; μῆνις AP3.7 (Inscr. Cyzic.).
German (Pape)
[Seite 1138] ον, neidisch, von den Göttern, Od. 5, 118; eifersüchtig, bei sp. D., wie Mus. 36; Opp. C. 3, 191, τινός; vgl. Callim. Dian. 30. Auch Dionysus heißt Anth. IX, 524, 7 so. Vgl. ζηλαῖος.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
envieux, jaloux de, gén..
Étymologie: ζῆλος.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλήμων: -ον, γεν. -ονος (ζηλέω) ζηλότυπος, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. 7· πρβλ. δύσζηλος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ζηλήμων, -ον (Α)
1. φθονερός, ζηλότυπος
2. αυτός που έχει ζήλο, θερμό ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + κατάλ. -ημών (πρβλ. αιδήμων, ελεήμων)].
Greek Monotonic
ζηλήμων: -ον (ζηλέω), γεν. -ονος, ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλόφθονος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ζηλήμων: 2, gen. ονος завистливый, ревнивый (θεοί Hom.; Διόνυσος Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζηλήμων -ον [ζῆλος] jaloers, afgunstig:. ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων bij uitstek afgunstig (van de goden) Od. 5.118.