θούριος

Revision as of 20:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

α, ον, in Trag. (Com. in lyr.),= θοῦρος, λοχαγέται ἄρχων, A.Th.42, Pers.73 (lyr.); ὄρνις, τόξα, Id.Ag.112 (lyr.), Eu.627; Αἴας S.Aj.212 (anap.); λῆμα Ar.Eq.757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1215] = θοῦρος; ὄρνις Aesch. Ag. 112; Ἄρης Soph. Ai. 606; Αἴας 211. 1192; ναυσὶ θουρίαις Eur. I. A. 238; λῆμα Ar. Equ. 757.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. θοῦρος.

Greek (Liddell-Scott)

θούριος: -α, -ον, παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ θοῦρος, Αἰσχύλ. Θήβ. 42, Πέρσ. 73, 118, Ἀγ. 112, Εὐμ. 627, Σοφ. Αἴ. 212, 612, Ἀριστοφ. Ἱππ. 757, Βατρ. 1289.

Greek Monolingual

-ο (Α θούριος, -ον, αττ. ποιητ. τ. του θούρος) θούρος
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο θούριος (ενν. παιάνας) και το θούριο(ν) (ενν. άσμα)
πολεμικό τραγούδι, εμβατήριο («ο θούριος του Ρήγα Φεραίου)
αρχ.
ορμητικός, οξύς, ακράτητος, πολεμικός.

Greek Monotonic

θούριος: -α, -ον, στους Αττ. Ποιητές αντί θοῦρος, σε Αισχύλ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θούριος: Aesch., Soph., Arph. = θοῦρος.

Middle Liddell

θούριος, η, ον [in attic Poets for θοῦρος, Aesch., etc.]

English (Woodhouse)

fiery, impetuous, rash, vehement