καιροσέων

Revision as of 21:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

(καῖρος) close-woven, only in gen. pl. fem., καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Od.7.107. (Archaic spelling of καιρουσσέων (trisyll.), Ion. gen. pl. of καιρόεις, like Τειχιόσης for Τειχιούσσης in SIG3d (Milet., vi B.C.).)

German (Pape)

[Seite 1297] ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, Od. 7, 107, von dem dichtgeketteten, dichtgewebten Linnen tröpfelt das Oel ab; man leitet das Wort gewöhnlich von καῖρος, καιρόεις ab, wo es denn für καιροεσσῶν stehen soll; alte v.l. scheint κροσσωτῶν gewesen zu sein.

French (Bailly abrégé)

gén. pl. d'un mot inconnu;
bien tressé, solidement tissu.
Étymologie: καιρός.

Greek (Liddell-Scott)

καιροσέων: θηλ. γεν. πληθ. ἐν Ὀδ. Η. 107, καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, ἐκ τῶν πυκνῶς ὑφασμένων ὀθονῶν στάζει τὸ ὑγρὸν ἔλαιον, δηλ. τὸ ὕφασμα εἶναι τοσοῦτον πυκνόν, ὥστε τὸ ἔλαιον δὲν διέρχεται δι’ αὐτοῦ ἀλλὰ στάζει ἀπ’ αὐτοῦ ἐκ τῶν ἄκρων. Λέγεται ὅτι ὁ τύπος εἶναι ἀντὶ καιροεσσέων (Ἐπικ. γεν. πληθ. τοῦ καιρόεις), καὶ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει καιρουσσέων. Προφανῶς παράγεται ἐκ τοῦ καῖρος Α.

English (Autenrieth)

or καιροσσέων: gen. pl. fem. from an adj. καιρόεις, with many loops (καῖροι) or thrums to which the threads of the warp were attached; κ. ὀθονέων, from the fine-woven linen, Od. 7.107†.

Greek Monotonic

καιροσέων: θηλ., γεν. πληθ., σε Ομήρ. Οδ. η. 107, καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ἔλαιον, από τα πυκνά υφασμένα λινά υφάσματα δεν στάζει το υγρό έλαιο, δηλ. τα λινά υφάσματα είναι τόσο πυκνά υφασμένα, ώστε το έλαιο δεν διαρρέει, δεν διαφεύγει μέσα απ' αυτά (αλλά στάζει από τις άκρες του). Θεωρείται ότι ο τύπος χρησιμ. αντί καιροεσσέων, Επικ. γεν. πληθ. του επίθ. καιρόεις, από το καῖρος Α.

Middle Liddell


a fem. gen. pl. in Od. 7. 107, καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ἔλαιον from the close-woven linen trickles off the oil;—i. e. the linen is so well-woven, that oil does not ooze through. It seems to be for καιροεσσέων, epic gen. pl. of an adj. καιρόεις, from καῖρος.