ποντοπορεύω

Revision as of 08:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

pass over the sea, Ep.inf. -έμεναι Od.5.277: elsewhere in part., πλέεν… ποντοπορεύων ib.278, cf.7.267: later in med., Orac. ap. Plu.Thes.24.

German (Pape)

[Seite 681] das Meer bereisen, befahren, Od. 5, 277. 7, 267 u. sp. D., wie Theaet. Schol. 4 (Plan. 221); auch im med., or. bei Plut. Thes. 24.

French (Bailly abrégé)

parcourir ou traverser la mer.
Étymologie: ποντοπόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοπορεύω: διέρχομαι τὴν θάλασσαν, Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεναι Ὀδ. Ε. 277· ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ κατὰ μετοχήν, πλέεν... ποντοπορεύων Ε. 278, Η. 267· μεταγεν. ὡς ἀποθ., Χρησμ. ἐν Πλουτ. Θησεῖ 24.

English (Autenrieth)

and ποντοπορέω: traverse the sea. (Od.)

Greek Monolingual

Α ποντοπόρος
διαπλέω τη θάλασσα, ποντοπορώ, θαλασσοπορώ.

Greek Monotonic

ποντοπορεύω: περνώ πάνω από τη θάλασσα, Επικ. απαρ. -έμεναι, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. ποντοπορεύων, αυτός που διασχίζει τη θάλασσα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ποντοπορεύω: Hom., med. Plut. = ποντοπορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποντοπορεύω en ποντοπορέω [ποντοπόρος] over zee varen.

Middle Liddell

ποντοπορεύω,
to pass over the sea, epic inf. -έμεναι Od.; part. ποντοπορεύων sea-traversing, Od.