ἀσυνεσία

Revision as of 14:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Att. ἀξ-, ἡ, (ἀσύνετος) want of understanding, stupidity, E.Ph.1727 (lyr.), Th.1.122; opp. σύνεσις, Arist.EN1142b34 codd.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): át. ἀξυν- Th.3.42; -ίη Hp.Nat.Hom.1.1, Praec.10
estupidez, insensatez βροτῶν E.Ph.1727, cf. Fr.257, Th.l.c., Hp.ll.cc., X.Oec.8.17, D.Chr.57.2.

German (Pape)

[Seite 380] ἡ, Unverstand, Mangel an Einsicht, Eur. Phoen. 1718 Thuc. 6, 36 Xen. Oec. 8, 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut d'intelligence, sottise, imprudence.
Étymologie: ἀσύνετος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνεσία: παλ. Ἀττ. ἀξ-, ἡ, (ἀσύνετος) ἔλλειψις συνέσεως, ἀσκεψία, ἠλιθιότης, Εὐρ. Φοίν. 1727, Θουκ. 1. 122· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ σύνεσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10.

Greek Monolingual

ἀσυνεσία και ἀξυν-, η (Α) ασύνετος
η έλλειψη σύνεσης, η απερισκεψία.

Greek Monotonic

ἀσυνεσία: αρχ. Αττ. ἀξυνεσία, ἡ, έλλειψη σύνεσης, ηλιθιότητα, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνεσία: староатт. ἀξυνεσία ἡ безрассудство, неразумие Eur., Thuc., Xen., Arst.

Middle Liddell

ἀσύνετος
want of understanding, stupidity, Eur., Thuc.

English (Woodhouse)

folly, imprudence