ἐπιπετάννυμι

Revision as of 15:23, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

spread over, τὰ ὦτα ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας X.Cyn.5.10, cf.Aret.CA1.10:—Pass., τέφρη ἐπεπέπτατο Q.S.14.25; ἐπίπαγος ἐπιπετάννυται Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 969] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, Xen. Cyn. 5, 10; τέφρῃ ἐπιπέπτατο Qu. Sm. 14, 25.

French (Bailly abrégé)

étendre sur.
Étymologie: ἐπί, πετάννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω τι ἐπί τι, τὰ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας Ξεν. Κυν. 5, 10. - Παθ., τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλὴ Κόϊντ. Σμ. 14. 25.

Greek Monolingual

ἐπιπετάννυμι (Α) πετάννυμι
απλώνω κάτι επάνω (α. «τὰ δὲ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τάς ὠμοπλάτας», Ξεν.
β. «τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλή», Κόιντ. Σμυρν.).

Greek Monotonic

ἐπιπετάννῡμι: μέλ. -πετάσω [ᾰ], απλώνω, εκτείνω, ανοίγω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπετάννῡμι: расстилать, раскладывать: τὰ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας Xen. положив уши на лопатки (о спящем зайце).

Middle Liddell

fut. -πετάσω
to spread over, Xen.