ἑλκυστάζω

Revision as of 15:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Frequentat.of ἕλκω, drag about, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187,24.21.

Spanish (DGE)

arrastrar con violencia ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187, 24.21, cf. Eust.1295.32.

German (Pape)

[Seite 799] p. Verstärkung von ἑλκύω, part. praes., Il. 23, 187. 24, 21, vom Schleifen des Hektor.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
traîner, tirailler.
Étymologie: ἑλκύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκυστάζω: θαμιστικὸν τοῦ ἕλκω, σύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Ἰλ. Ψ. 187, Ω. 21· πρβλ. ῥυστάζω.

English (Autenrieth)

parallel form of ἑλκέω, Il. 23.187 and Il. 24.21.

Greek Monolingual

ἑλκυστάζω (Α)
σέρνω εδώ κι εκεί.

Greek Monotonic

ἑλκυστάζω: θαμιστικό του ἕλκω, σέρνω εδώ κι εκεί, τραβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκυστάζω: [intens. к ἕλκω тащить, волочить Hom.

Middle Liddell

ἑλκυστάζω,
Frequentat. of ἕλκω, to drag about, Il.