ὑπερυψόω
English (LSJ)
exalt exceedingly, τινα Ep.Phil.2.9:—Pass., LXXPs. 36(37).35, 96(97).9.
German (Pape)
[Seite 1203] darüber, übermäßig erhöhen, LXX.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερυψόω: εἰς ὑπερβολὴν ὑψώνω, ἐξαίρω, τινα Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. β΄, 9, Συνεσ. Ἐπιστ. σ. 205Α, Ὠριγέν. τ. 3, σ. 725D, κλπ.· ― Παθ., εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου Ἑβδ. (Ψαλμ. Λϛʹ, 35, √ϛʹ 9).
English (Strong)
from ὑπέρ and ὑψόω; to elevate above others, i.e. raise to the highest position: highly exalt.
English (Thayer)
ὑπερυψῶ: 1st aorist ὑπερυψωσα; (Ambrose superexalto); metaphorically,
a. to exalt to the highest rank arid power, raise to supreme majesty: τινα, to extol most highly: Song of the Three etc. 28ff; Theod..
c. passive, to be lifted up with pride, exalted beyond measure; to carry oneself loftily: Psalm 37:35>). (Ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monotonic
ὑπερυψόω: μέλ. -ώσω, εξαίρω, εκθειάζω κάποιον υπερβολικά, τινά, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑπερυψόω: высоко возносить (τινα NT).
Middle Liddell
fut. ώσω
to exalt exceedingly, τινά NTest.
Chinese
原文音譯:ØperuyÒw 虛胚而-語普所哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-升高
字義溯源:升為至高,高舉;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ὑψόω)=升高)組成,其中 (ὑψόω)出自(ὕψος)=高超),而 (ὕψος)又出自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 升為至高(1) 腓2:9