παράρτημα

Revision as of 11:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

ατος, τό, A anything hanging at the side, amulet, appendage, Luc.Philops. 8. II dub. sens. in SIG2554.25 (Magn. Mae.).

German (Pape)

[Seite 497] τό, das daran. an der Seite Hangende, Luc. Philops. 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tout ce qu’on porte suspendu au côté.
Étymologie: παραρτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράρτημα -ατος, τό [παραρτάω] aanhangsel.

Russian (Dvoretsky)

παράρτημα: ατος τό подвеска, т. е. амулет (ἐπῳδαί καὶ παραρτήματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

παράρτημα: τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, φυλακτήριον, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. παράρτημα, πρόσθετον πρᾶγμα, Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ παραρτώ
καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημα
νεοελλ.
1. οτιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)
2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» — έκτακτη έκδοση εφημερίδας, μετά την έκδοση του τακτικού φύλλου, για αναγγελία πολύ σημαντικής είδησης
3. (νομ.) κινητό αντικείμενο το οποίο, χωρίς να είναι συστατικό του κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική σχέση με αυτό, όπως λ.χ. η λέμβος ενός πλοίου
αρχ.
1. αντικείμενο αναρτημένο από τα πλάγια, πρόσθετο, εξωτερικό
2. αντικείμενο που κρεμιέται στο σώμα, ιδίως από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την δύναμη της αποτροπής του κακού, περίαπτο, φυλαχτό.